- χερσοπόρος
- -ον, Μαυτός που κινείται, που ταξιδεύει στη στεριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. ὁδoı-πόρος, ποντο-πόρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χερσοπορώ — έω, Μ [χερσοπόρος] μετακινούμαι διά ξηράς … Dictionary of Greek